αλλογνώμων

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source

Greek Monolingual

ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)
1. μη σταθερός, ευμετάβλητος
2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].