αμιμητόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμιμητόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμίμητος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=[[ἀμιμητόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμίμητος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμιμητόβιος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμίμητος + βίος.