αμμόχωστος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀμμόχωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] χωμένος [[μέσα]] στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, [[αμμοσκέπαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀμμόχωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] χωμένος [[μέσα]] στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, [[αμμοσκέπαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμμοχωσία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀμμόχωστος, -ον)
αυτός που είναι χωμένος μέσα στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, αμμοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμμος + χωστός < χώννυμι.
ΠΑΡ. ἀμμοχωσία.