αμαξίτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξίτης]], ο (Α)<br />της άμαξας, για [[άμαξα]]<br />«[[ἁμαξίτης]] [[φόρτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ίτης]]].
|mltxt=[[ἁμαξίτης]], ο (Α)<br />της άμαξας, για [[άμαξα]]<br />«[[ἁμαξίτης]] [[φόρτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].