αμυνάθω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ἀμύνω]]. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται [[είναι]] προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. <i>ἠμύναθον</i> ([[υποτακτική]] [[ἀμυνάθω]])].
|mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ἀμύνω]]. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται [[είναι]] προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. <i>ἠμύναθον</i> ([[υποτακτική]] [[ἀμυνάθω]])].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμυνάθω (Α)
Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ
ΙΙ. μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση
2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται είναι προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. ἠμύναθον (υποτακτική ἀμυνάθω)].