αμυνάθω: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ἀμύνω]]. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται [[είναι]] προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. <i>ἠμύναθον</i> ([[υποτακτική]] [[ἀμυνάθω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμυνάθω (Α)
Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ
ΙΙ. μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση
2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται είναι προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. ἠμύναθον (υποτακτική ἀμυνάθω)].