αμπέχονο: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀμπέχονον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερα [[χιτώνιο]] στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με [[πολλά]] κουμπιά<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αμπεχόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος, [[κατά]] το [[γένος]], [[τύπος]] του αρχ. [[ἀμπεχόνη]]<br />το ουδ. [[γένος]] πιθ. [[κατά]] το [[ένδυμα]]).
|mltxt=το (Α [[ἀμπέχονον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερα [[χιτώνιο]] στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με [[πολλά]] κουμπιά<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αμπεχόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταπλασμένος, [[κατά]] το [[γένος]], [[τύπος]] του αρχ. [[ἀμπεχόνη]]<br />το ουδ. [[γένος]] πιθ. [[κατά]] το [[ένδυμα]]).
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἀμπέχονον)
νεοελλ.
παλαιότερα χιτώνιο στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με πολλά κουμπιά
αρχ.
η αμπεχόνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος, κατά το γένος, τύπος του αρχ. ἀμπεχόνη
το ουδ. γένος πιθ. κατά το ένδυμα).