αμφίθυρος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίθυρος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θύρα]] ή είσοδο και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) <i>τὸ ἀμφίθυρον</i><br />α) [[προθάλαμος]], [[πρόδομος]]<br />β) <b>(Εκκλ.)</b> το [[παραπέτασμα]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] του ναού και ειδικά [[μπροστά]] από το Άγιο Βήμα (αλλ. [[βήλον]] ή βημόθυρον).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφίθυρος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θύρα]] ή είσοδο και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) <i>τὸ ἀμφίθυρον</i><br />α) [[προθάλαμος]], [[πρόδομος]]<br />β) <b>(Εκκλ.)</b> το [[παραπέτασμα]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] του ναού και ειδικά [[μπροστά]] από το Άγιο Βήμα (αλλ. [[βήλον]] ή βημόθυρον).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + θύρα.