αμφίγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίγλωσσος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> ο [[ασαφής]] στην [[έκφραση]], αυτός που μιλάει με [[ασάφεια]], με υπονοούμενα<br /><b>2.</b> αυτός ο [[οποίος]] μιλάει δύο γλώσσες, ο [[δίγλωσσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
|mltxt=[[ἀμφίγλωσσος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> ο [[ασαφής]] στην [[έκφραση]], αυτός που μιλάει με [[ασάφεια]], με υπονοούμενα<br /><b>2.</b> αυτός ο [[οποίος]] μιλάει δύο γλώσσες, ο [[δίγλωσσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.