τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.