ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.