αμφιγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιγενής]], -ὲς (Μ)<br />αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]]].
|mltxt=[[ἀμφιγενής]], -ὲς (Μ)<br />αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)
αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].