αλεποτινάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] κάποιον με [[ορμή]] και τον [[χτυπώ]] βίαια [[καταγής]]<br /><b>2.</b> [[απωθώ]] με βία<br />ΙΙ <b>μέσ.</b> κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις<br />ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) [[φιλονικώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεπού]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάζω]]].
|mltxt=Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] κάποιον με [[ορμή]] και τον [[χτυπώ]] βίαια [[καταγής]]<br /><b>2.</b> [[απωθώ]] με βία<br />ΙΙ <b>μέσ.</b> κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις<br />ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) [[φιλονικώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεπού]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τον χτυπώ βίαια καταγής
2. απωθώ με βία
ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις
ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + τινάζω].