αμφιμάχομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιμάχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι με [[δριμύτητα]], [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] για την [[υπεράσπιση]] ή [[απόκτηση]] ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιμάχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι με [[δριμύτητα]], [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] για την [[υπεράσπιση]] ή [[απόκτηση]] ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:33, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μάχομαι.