υπεράσπιση

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

η / ὑπεράσπισις, -ίσεως, ΝΜ ὑπερασπίζω
η ενέργεια του υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξηυπεράσπιση τών συνόρων»)
νεοελλ.
1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ του κατηγορουμένου
2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον λόγο έχει η υπεράσπιση»).