αμυγδαλοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, [[αμυγδαλοσπάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμύγδαλο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]] (πρβλ. [[καρυοθραύστης]])].
|mltxt=ο<br />όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, [[αμυγδαλοσπάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμύγδαλο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]] (πρβλ. [[καρυοθραύστης]])].
}}
}}

Latest revision as of 23:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + -θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)].