αμφίπυρος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπυρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φωτιά]] στα δύο του [[άκρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που φλέγεται [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>].
|mltxt=[[ἀμφίπυρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φωτιά]] στα δύο του [[άκρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που φλέγεται [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφίπυρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα
2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].