αμετρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο<br />αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]].
|mltxt=-ια, -ιο<br />αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:36, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμετρος + -βιος < βίος.