αμετρόβιος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμετρος + -βιος < βίος.