αμπελογνώστης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως [[προς]] την καλλιέργειά της κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώστης]].
|mltxt=ο<br />αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως [[προς]] την καλλιέργειά της κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώστης]].
}}
}}

Latest revision as of 23:38, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως προς την καλλιέργειά της κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + γνώστης.