συνόρασις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(40)
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] ἡ, Uebersicht, Einsicht, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] ἡ, Übersicht, Einsicht, Clem. Al.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:45, 29 December 2020

German (Pape)

[Seite 1031] ἡ, Übersicht, Einsicht, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α [συνορῶ (Ι)]
το να βλέπει κανείς συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα.