αμφίπολις: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπολις]] και ποιητ. [[ἀμφίπτολις]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει μια [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσ.) <i>ἡ [[ἀμφίπολις]]<br />α) [[πόλη]] που έχει και από τις δύο πλευρές της [[ποτάμι]] (τον Στρυμόνα)<br />β) [[πόλη]] [[έτσι]] χτισμένη ώστε να [[είναι]] και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (<b>Θουκ.</b> 4, 102).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].
|mltxt=[[ἀμφίπολις]] και ποιητ. [[ἀμφίπτολις]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει μια [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ [[ἀμφίπολις]]<br />α) [[πόλη]] που έχει και από τις δύο πλευρές της [[ποτάμι]] (τον Στρυμόνα)<br />β) [[πόλη]] [[έτσι]] χτισμένη ώστε να [[είναι]] και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (<b>Θουκ.</b> 4, 102).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].
}}
}}

Latest revision as of 23:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + πόλις.