κορυμβίας: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvias | |Transliteration C=korymvias | ||
|Beta Code=korumbi/as | |Beta Code=korumbi/as | ||
|Definition=ον, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ον, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[white-berried ivy]], [[Hedera helix]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυμβίας]], -ου, ὁ (Α) [[κόρυμβος]]<br />[[είδος]] κισσού που ονομάστηκε [[έτσι]] από τα βοτρυοειδή [[άνθη]] του και τον καρπό του. | |mltxt=[[κορυμβίας]], -ου, ὁ (Α) [[κόρυμβος]]<br />[[είδος]] κισσού που ονομάστηκε [[έτσι]] από τα βοτρυοειδή [[άνθη]] του και τον καρπό του. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, ὁ, A white-berried ivy, Hedera helix, Thphr.HP3.18.6.
Greek Monolingual
κορυμβίας, -ου, ὁ (Α) κόρυμβος
είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του.