σκοτόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skotofron | |Transliteration C=skotofron | ||
|Beta Code=skoto/frwn | |Beta Code=skoto/frwn | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-minded]], gloss on the pr.n. [[Λυκόφρων]], Sch.Lyc.1p.9Bachmann.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. φρονος, A dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.
Greek Monolingual
-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].