ἑτερόχρως: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterochros | |Transliteration C=eterochros | ||
|Beta Code=e(tero/xrws | |Beta Code=e(tero/xrws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἑτερόχροος]], <span class="bibl">Poll.9.98</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑτερόχρωτες ὕπνοι</b> sleep [[with one of different sex]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>42</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 1 January 2021
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A = ἑτερόχροος, Poll.9.98. II ἑτερόχρωτες ὕπνοι sleep with one of different sex, Luc.Am.42.
German (Pape)
[Seite 1051] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἑτερόχροος, Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, ὕπνος μετ’ ἄλλου προσώπου, συγκοίμησις, (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.
Greek Monolingual
ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους
2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + χρως].
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόχρως: ωτος adj. разнополый или обоеполый, перен. полный любовных утех (ὕπνοι Luc.).