καταδουλίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katadoulizo | |Transliteration C=katadoulizo | ||
|Beta Code=katadouli/zw | |Beta Code=katadouli/zw | ||
|Definition== | |Definition== [[καταδουλεύομαι]] ([[reduce to slavery]]), IG 9(1).119 (Elatea) ; — but usu. ''Med.'', -ίζομαι GDI 1701.7, al. (Delph.) ; ''aor.'' καταδουλίξασθαι IG 9(1).42 (Stiris). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταδουλίζω]] (Α)<br />[[καταδουλεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταδουλῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | |mltxt=[[καταδουλίζω]] (Α)<br />[[καταδουλεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταδουλῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
= καταδουλεύομαι (reduce to slavery), IG 9(1).119 (Elatea) ; — but usu. Med., -ίζομαι GDI 1701.7, al. (Delph.) ; aor. καταδουλίξασθαι IG 9(1).42 (Stiris).
Greek Monolingual
καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].