Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γναφευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(8)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γναφευτικός
|Medium diacritics=γναφευτικός
|Low diacritics=γναφευτικός
|Capitals=ΓΝΑΦΕΥΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=gnapheutikós
|Transliteration B=gnapheutikos
|Transliteration C=gnafeftikos
|Beta Code=gnafeutiko/s
|Definition=v. [[κναφευτικός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα.
}}
}}

Revision as of 10:49, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναφευτικός Medium diacritics: γναφευτικός Low diacritics: γναφευτικός Capitals: ΓΝΑΦΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnapheutikós Transliteration B: gnapheutikos Transliteration C: gnafeftikos Beta Code: gnafeutiko/s

English (LSJ)

v. κναφευτικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.