γναφευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(8) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=γναφευτικός | |||
|Medium diacritics=γναφευτικός | |||
|Low diacritics=γναφευτικός | |||
|Capitals=ΓΝΑΦΕΥΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=gnapheutikós | |||
|Transliteration B=gnapheutikos | |||
|Transliteration C=gnafeftikos | |||
|Beta Code=gnafeutiko/s | |||
|Definition=v. [[κναφευτικός]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κναφευτικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.