ποθήκω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(3b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ποθήκω
|Medium diacritics=ποθήκω
|Low diacritics=ποθήκω
|Capitals=ΠΟΘΗΚΩ
|Transliteration A=pothḗkō
|Transliteration B=pothēkō
|Transliteration C=pothiko
|Beta Code=poqh/kw
|Definition=Doric for [[προσήκω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποθήκω''': Δωρ. ἀντὶ [[προσήκω]], Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 27, Ἐπιγραφ. Δελφ. BCH. 1894, 391, ἀρ. 99, 103, κτλ.
|lstext='''ποθήκω''': Δωρ. ἀντὶ [[προσήκω]], Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 27, Ἐπιγραφ. Δελφ. BCH. 1894, 391, ἀρ. 99, 103, κτλ.

Revision as of 10:51, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθήκω Medium diacritics: ποθήκω Low diacritics: ποθήκω Capitals: ΠΟΘΗΚΩ
Transliteration A: pothḗkō Transliteration B: pothēkō Transliteration C: pothiko Beta Code: poqh/kw

English (LSJ)

Doric for προσήκω.

Greek (Liddell-Scott)

ποθήκω: Δωρ. ἀντὶ προσήκω, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 27, Ἐπιγραφ. Δελφ. BCH. 1894, 391, ἀρ. 99, 103, κτλ.

Greek Monolingual

και ποθάκω και ποθίκω Α
(δωρ. τ.) προσήκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἥκω, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Russian (Dvoretsky)

ποθήκω: дор. Dem. = προσήκω.