λυκιοεργής: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λυκιοεργής | |||
|Medium diacritics=λυκιοεργής | |||
|Low diacritics=λυκιοεργής | |||
|Capitals=ΛΥΚΙΟΕΡΓΗΣ | |||
|Transliteration A=lykioergḗs | |||
|Transliteration B=lykioergēs | |||
|Transliteration C=lykioergis | |||
|Beta Code=lukioergh/s | |||
|Definition=''contr.'' [[Λυκιουργής]], ές, [[of Lycian workmanship]], [[προβόλους]] [[Λυκιοεργέας]] ([[λυκοεργέας]] and [[λυκεργέας]] codd.) Hdt. 7.76 (quoted by Ath. 11.486d); [[Λυκιουργεῖς]] [[φιάλαι]] D. 49.31, cf. Poll. 6.97; called [[βατιάκαι]] [[Λυκιουργοί]] in Epist. Alex. ap. Ath. 11.784b (-ουργεῖς corr. Schw.). | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />travaillé en Lycie.<br />'''Étymologie:''' [[Λυκία]], [[ἔργον]]. | |btext=ής, ές :<br />travaillé en Lycie.<br />'''Étymologie:''' [[Λυκία]], [[ἔργον]]. |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
contr. Λυκιουργής, ές, of Lycian workmanship, προβόλους Λυκιοεργέας (λυκοεργέας and λυκεργέας codd.) Hdt. 7.76 (quoted by Ath. 11.486d); Λυκιουργεῖς φιάλαι D. 49.31, cf. Poll. 6.97; called βατιάκαι Λυκιουργοί in Epist. Alex. ap. Ath. 11.784b (-ουργεῖς corr. Schw.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en Lycie.
Étymologie: Λυκία, ἔργον.
Greek Monolingual
λυκιοεργής και συνηρ. τ. λυκιουργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ.
β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + -εργής (< ἔργον)].
Russian (Dvoretsky)
λυκιοεργής: стяж. λυκιουργής 2 изготовленный в Ликии, ликийской работы (πρόβολοι Her.; φιάλαι Dem.).