κύριθρα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(22)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κύριθρα
|Medium diacritics=κύριθρα
|Low diacritics=κύριθρα
|Capitals=ΚΥΡΙΘΡΑ
|Transliteration A=kýrithra
|Transliteration B=kyrithra
|Transliteration C=kyrithra
|Beta Code=ku/riqra
|Definition=τά, [[wooden masks]], Hsch.; cf. [[κυριττοί]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύριθρα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινα προσωπεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]
|mltxt=[[κύριθρα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινα προσωπεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύριθρα Medium diacritics: κύριθρα Low diacritics: κύριθρα Capitals: ΚΥΡΙΘΡΑ
Transliteration A: kýrithra Transliteration B: kyrithra Transliteration C: kyrithra Beta Code: ku/riqra

English (LSJ)

τά, wooden masks, Hsch.; cf. κυριττοί.

Greek Monolingual

κύριθρα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινα προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]