εχθίων: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(15)
 
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
}}
}}

Revision as of 09:30, 25 March 2021

Greek Monolingual

ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].