κορίσκη: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορίσκη]], ἡ (Α)<br />(υποκορ. του [[κόρη]]) [[κοριτσάκι]], κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις [[κορίσκη]] καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται | |mltxt=[[κορίσκη]], ἡ (Α)<br />(υποκορ. του [[κόρη]]) [[κοριτσάκι]], κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις [[κορίσκη]] καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i> (θηλ. του -<i>ίσκος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
English (LSJ)
ἡ, Dim. of κόρη, Pl.Com.69.12, Timocl.22:—hence κορίσκιον, Poll.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
κορίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1· ὅθεν κορίσκιον, Πολυδ. Β΄, 17.
Greek Monolingual
κορίσκη, ἡ (Α)
(υποκορ. του κόρη) κοριτσάκι, κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις κορίσκη καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (θηλ. του -ίσκος)].