ταυτοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(40)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς [[εἶεν]] τοῑς κατ' Ἀμισόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]], <b>πρβλ.</b> και [[κλίμα]])].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς [[εἶεν]] τοῖς κατ' Ἀμισόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]], <b>πρβλ.</b> και [[κλίμα]])].
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτοςμόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].