υπανίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατέλλω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῡ ὕδατος», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίσχω]], [[άλλος]] τ. του [[ἀνέχω]] «[[ανατέλλω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατέλλω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῦ ὕδατος», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίσχω]], [[άλλος]] τ. του [[ἀνέχω]] «[[ανατέλλω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 25 March 2021

Greek Monolingual

Α
1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)
2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῦ ὕδατος», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «ανατέλλω»].