υπανίσχω

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

Α
1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)
2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῦ ὕδατος», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «ανατέλλω»].