διαγκυλούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />διαγκυλοῦμαι (-έομαι) (Α) [[αγκυλούμαι]]<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλημένος</i><br />κρατώντας το [[ακόντιο]] από την [[αγκύλη]] του, [[έτοιμος]] να το ρίξω.<br /><b>(II)</b><br />διαγκυλοῦμαι (-όομαι) (Α)<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλωμένος</i><br /><b>βλ.</b> [[διαγκυλούμαι]] (Ι). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:24, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
διαγκυλοῦμαι (-έομαι) (Α) αγκυλούμαι
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος
κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να το ρίξω.
(II)
διαγκυλοῦμαι (-όομαι) (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).