διαγκυλούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />διαγκυλοῡμαι (-έομαι) (Α) [[αγκυλούμαι]]<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλημένος</i><br />κρατώντας το [[ακόντιο]] από την [[αγκύλη]] του, [[έτοιμος]] να το ρίξω.<br /><b>(II)</b><br />διαγκυλοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλωμένος</i><br /><b>βλ.</b> [[διαγκυλούμαι]] (Ι).
|mltxt=<b>(I)</b><br />διαγκυλοῦμαι (-έομαι) (Α) [[αγκυλούμαι]]<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλημένος</i><br />κρατώντας το [[ακόντιο]] από την [[αγκύλη]] του, [[έτοιμος]] να το ρίξω.<br /><b>(II)</b><br />διαγκυλοῦμαι (-όομαι) (Α)<br />(μτχ. παρακμ.) <i>διηγκυλωμένος</i><br /><b>βλ.</b> [[διαγκυλούμαι]] (Ι).
}}
}}

Latest revision as of 16:24, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
διαγκυλοῦμαι (-έομαι) (Α) αγκυλούμαι
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος
κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να το ρίξω.
(II)
διαγκυλοῦμαι (-όομαι) (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).