ηνιοχώ: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(16)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]] («ἡνιοχεῑν [[λέοντας]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοχοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διευθύνομαι, οδηγούμαι.
|mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]] («ἡνιοχεῑν [[λέοντας]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διευθύνομαι, οδηγούμαι.
}}
}}

Revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἡνιοχῶ, -έω
Α λακων. τ. ἀνιοχίω) ηνίοχος
1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.)
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῑν λέοντας», Λουκιαν.)
2. παθ. ἡνιοχοῦμαι, -έομαι
διευθύνομαι, οδηγούμαι.