μυλούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(26)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυλοῡμαι, -όομαι (Α)<br />(για τραύματα) [[γίνομαι]] [[σκληρός]] σαν τη [[μύλη]], σκληρύνομαι, επουλώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]]. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. του [[μύλη]] [[είναι]] το ρ. [[ἀλέω]] «[[αλέθω]]». Τα μετονοματικά παράγωγα του [[μύλη]] [[είναι]] σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (<b>πρβλ.</b> <i>μυλιῶ</i> «[[τρίζω]] τα δόντια», [[μύλλω]] «συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]»)].
|mltxt=μυλοῦμαι, -όομαι (Α)<br />(για τραύματα) [[γίνομαι]] [[σκληρός]] σαν τη [[μύλη]], σκληρύνομαι, επουλώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]]. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. του [[μύλη]] [[είναι]] το ρ. [[ἀλέω]] «[[αλέθω]]». Τα μετονοματικά παράγωγα του [[μύλη]] [[είναι]] σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (<b>πρβλ.</b> <i>μυλιῶ</i> «[[τρίζω]] τα δόντια», [[μύλλω]] «συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

μυλοῦμαι, -όομαι (Α)
(για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. του μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα του μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (πρβλ. μυλιῶ «τρίζω τα δόντια», μύλλω «συνουσιάζομαι με γυναίκα»)].