αυτονομούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(7)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α αὐτονομοῡμαι, -έομαι) [[αυτόνομος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[αυτόνομος]], [[ανεξάρτητος]].
|mltxt=(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) [[αυτόνομος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[αυτόνομος]], [[ανεξάρτητος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) αυτόνομος
είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος.