αυτονομούμαι

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) αυτόνομος
είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος.