αυτόνομος

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόνομος, -ον)
αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος
νεοελλ.
1. αυτοτελής, αυτοδύναμος
2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» — καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική ανεξαρτησία στην εκλογή και χειροτονία των αρχιερέων της αλλά η χειροτονία του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση
2. αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -νομος < νέμω (πρβλ. εύνομος, ισόνομος)].