λογούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ | |mltxt=(Μ λογοῦμαι)<br />λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λογίζομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
(Μ λογοῦμαι)
λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζομαι.