περικυκλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(32)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ<br />[[περιορίζω]], [[κλείνω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περιβάλλω]] κυκλικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[δημιουργώ]] κλοιό, [[κλείνω]] σε κλοιό [[πολιορκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιβάλλω]], [[περικλείνω]] [[κάτι]] για να το προστατεύσω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>περικυκλοῡμαι</i> -<i>όομαι</i><br />πολιορκούμαι από [[παντού]].
|mltxt=περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ<br />[[περιορίζω]], [[κλείνω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περιβάλλω]] κυκλικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[δημιουργώ]] κλοιό, [[κλείνω]] σε κλοιό [[πολιορκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιβάλλω]], [[περικλείνω]] [[κάτι]] για να το προστατεύσω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>περικυκλοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br />πολιορκούμαι από [[παντού]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς
νεοελλ.
στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ
μσν.
περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω
αρχ.
1. περιέρχομαι
2. μέσ. περικυκλοῦμαι -όομαι
πολιορκούμαι από παντού.