νεφούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(27)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νεφοῡμαι, -όομαι (Α) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, [[συννεφιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ή καθίσταμαι [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].
|mltxt=νεφοῦμαι, -όομαι (Α) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, [[συννεφιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ή καθίσταμαι [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

νεφοῦμαι, -όομαι (Α) νέφος
1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.