αξιώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀξιῶ, -όω) [[άξιος]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δικαίωμά μου, [[εγείρω]] [[αξίωση]], [[απαιτώ]]<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να πράξει ή να [[είναι]] [[κάτι]]<br />||| <b>νεοελλ.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας<br /><b>2.</b> [[τιμώ]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εγκωμιάζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[εκτίμηση]] της αξίας κάποιου πράγματος<br /><b>5.</b> [[προσμένω]] να δεχθώ, [[ελπίζω]] να [[λάβω]]<br /><b>6.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι<br /><b>7.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>8.</b> [[τολμώ]]<br /><b>9.</b> δεν [[διστάζω]]<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[δέχομαι]] ευχαρίστως<br /><b>11.</b> [[νομίζω]], [[θεωρώ]], έχω τη [[γνώμη]] ότι...<br /><b>12.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>13.</b> [[παρακαλώ]], [[προσεύχομαι]]<br /><b>14.</b> <b>παθ.</b> α) θεωρούμαι ότι [[αρμόζω]] σε κάποιον<br />β) <b>φρ.</b> «[[διδάσκαλος]] ἀξιοῡσθαι» — [[χαίρω]] εκτίμησης ως [[δάσκαλος]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> α) [[θεωρώ]] καλό να [[είμαι]]..., [[θεωρώ]] τον εαυτό μου άξιο για [[κάτι]]<br />β) [[καταδέχομαι]].
|mltxt=(AM ἀξιῶ, -όω) [[άξιος]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δικαίωμά μου, [[εγείρω]] [[αξίωση]], [[απαιτώ]]<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να πράξει ή να [[είναι]] [[κάτι]]<br />||| <b>νεοελλ.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας<br /><b>2.</b> [[τιμώ]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εγκωμιάζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[εκτίμηση]] της αξίας κάποιου πράγματος<br /><b>5.</b> [[προσμένω]] να δεχθώ, [[ελπίζω]] να [[λάβω]]<br /><b>6.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι<br /><b>7.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>8.</b> [[τολμώ]]<br /><b>9.</b> δεν [[διστάζω]]<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[δέχομαι]] ευχαρίστως<br /><b>11.</b> [[νομίζω]], [[θεωρώ]], έχω τη [[γνώμη]] ότι...<br /><b>12.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>13.</b> [[παρακαλώ]], [[προσεύχομαι]]<br /><b>14.</b> <b>παθ.</b> α) θεωρούμαι ότι [[αρμόζω]] σε κάποιον<br />β) <b>φρ.</b> «[[διδάσκαλος]] ἀξιοῦσθαι» — [[χαίρω]] εκτίμησης ως [[δάσκαλος]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> α) [[θεωρώ]] καλό να [[είμαι]]..., [[θεωρώ]] τον εαυτό μου άξιο για [[κάτι]]<br />β) [[καταδέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἀξιῶ, -όω) άξιος
1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ
2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι