επίτευξη: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(14)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπίτευξις]]) [[επιτυγχάνω]]<br />[[επιτυχία]], κατόρθωση, [[πραγματοποίηση]] (α. «[[επίτευξη]] δανείου» β. «[[εὐκαιρία]] χρόνου [[ἐπίτευξις]], ἐν ᾧ χρὴ παθεῑν τι ἢ ποιῆσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]], [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[συζήτηση]], [[διάλογος]].
|mltxt=η (AM [[ἐπίτευξις]]) [[επιτυγχάνω]]<br />[[επιτυχία]], κατόρθωση, [[πραγματοποίηση]] (α. «[[επίτευξη]] δανείου» β. «[[εὐκαιρία]] χρόνου [[ἐπίτευξις]], ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]], [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[συζήτηση]], [[διάλογος]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐπίτευξις) επιτυγχάνω
επιτυχία, κατόρθωση, πραγματοποίηση (α. «επίτευξη δανείου» β. «εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις, ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. ευστοχία
2. ευτυχία, επιτυχία
3. συζήτηση, διάλογος.