προύργου: Difference between revisions
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
(35) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[προέργου]] Α<br /><b>1.</b> χρήσιμο, ωφέλιμο για την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ [[πάλιν]] τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν [[προὔργου]] | |mltxt=και [[προέργου]] Α<br /><b>1.</b> χρήσιμο, ωφέλιμο για την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ [[πάλιν]] τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν [[προὔργου]] ποιεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἵνα [[προὔργου]] τι γένηται», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) χρήσιμα, καλά, με [[πρόσφορο]] τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν [[προὔργου]] πεσόντα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>πρὸ ἔργου</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
και προέργου Α
1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῖν», Αριστοφ.
β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.)
2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν προὔργου πεσόντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ἔργου].