ενήδομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(12) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνήδομαι]] (Α) [[ήδομαι]]<br />[[χαίρω]], [[αισθάνομαι]] [[ηδονή]] και [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]] ( | |mltxt=[[ἐνήδομαι]] (Α) [[ήδομαι]]<br />[[χαίρω]], [[αισθάνομαι]] [[ηδονή]] και [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]] («ταῖς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐνήδομαι (Α) ήδομαι
χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῖς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).