ευκατάφορος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(15)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάφορος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[κλίση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατά]]-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φέρω]])].
|mltxt=[[εὐκατάφορος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[κλίση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾶλλον πρὸς ἀκολασίαν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατά]]-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φέρω]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾶλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].