ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾶλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].