τιμογραφώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[καθορίζω]] τη φορολογητέα [[ποσότητα]] («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῡναι τὸ [[ἀργύριον]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) <i>ἐτιμογράφησεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐγγράφως καὶ [[ὡρισμένως]] αὐτοὺς ἐζημίωσεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[γράφος]])].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[καθορίζω]] τη φορολογητέα [[ποσότητα]] («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῦν
αι τὸ [[ἀργύριον]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) <i>ἐτιμογράφησεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐγγράφως καὶ [[ὡρισμένως]] αὐτοὺς ἐζημίωσεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[γράφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῦν αι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)
2. (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος)].