επιφορώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιφορῶ, -έω (AM)<br />[[επισωρεύω]] («[[κατύπερθε]] δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν
|mltxt=ἐπιφορῶ, -έω (AM)<br />[[επισωρεύω]] («[[κατύπερθε]] δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]], [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]] ή έχω στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορώ]], επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του [[φέρω]].
γῆς ἐπεφόρησε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]], [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]] ή έχω στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορώ]], επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:31, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιφορῶ, -έω (AM)
επισωρεύωκατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. φέρω, προσφέρω
2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του φέρω.